- ὁλοσίδηροι
- ὁλοσίδηροςall ironmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLIBANARII — apud Ael. Lamprid. in Alex. Severo, c. 56. Centum et viginti milia equitum fudimus: cataphractarios, quos illi Clibanarios vocant decem milia in bello interemimus: cataphracti fuêre equites clibanô seu thorace recti. Est autem vox Clibanus vel… … Hofmann J. Lexicon universale
κλιβανάριος — και κριβανάριος, ὁ (Α) 1. οπλισμένος με θώρακα, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας (κλιβανάριοι ὁλοσίδηροι κλίβανα γὰρ οἱ Ρωμαῖοι τὰ σιδηρᾶ καλύμματα καλοῦσι, ἀντὶ τοῦ κηλάμινα», Ιω. Λυδ.) 2. (αμφβλ. σημ.) αρτοποιός, φούρναρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια … Dictionary of Greek
ολοσίδηρος — ὁλοσίδηρος, ον (Α) 1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροι στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία … Dictionary of Greek